- υποδοχάτωρ
- -ορος, ὁ, Μσυν. στον πληθ. oἱ ὑποδοχάτορεςαξιωματούχοι που έμπαιναν σε μια πόλη πριν από την είσοδο τού πραίτωρος προκειμένου να προετοιμάσουν τα σχετικά με την υποδοχή του και οι οποίοι προέβαιναν σε πολλές παράνομες εισπράξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδοχή + κατάλ. -άτωρ (< λατ. κατάλ. -atōr), πρβλ. σπεκουλ-άτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.